- κουρκούμα
- (Curcuma). Γένος διακοσμητικών φυτών της οικογένειας των ζιγκιβεριδών. Πρόκειται για πολυετείς ριζωματώδεις πόες, ιθαγενείς της Ινδίας, της Κίνας και της νοτιοανατολικής Ασίας. Μορφολογικά το γένος χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο βρακτίων, που ενώνονται για να σχηματίσουν έναν θύλακα ο οποίος γεμίζει με νερό και μέσα του σχηματίζονται τα εφήμερα άνθη. Σχεδόν όλα τα είδη έχουν ογκώδη, λευκά ή κίτρινα, αρωματικά και αμυλώδη ριζώματα, από τα οποία εξάγονται ένα είδος αραρουτιού και η χρωστική ουσία κουρκουμίνη. Το ρίζωμα σε μορφή σκόνης αποτελεί ένα από τα συστατικά της αγγλικής μουστάρδας και της σκόνης κάρι. Στη μαγειρική, είναι περιζήτητο ως χρωστικό του ρυζιού και των ζυμαρικών. Κυριότερα είδη του γένους είναι η Curcuma longa που φυτρώνει στην Ινδία και σε όλες τις τροπικές χώρες και χρησιμοποιείται για την εξαγωγή ενός μπαχαρικού που χρησιμοποιείται στην ινδική κουζίνα, η Curcuma zedoaria που φυτρώνει στα Ιμαλάια και χρησιμοποιείται ως φάρμακο στην Κίνα και στην Ιαπωνία, η Curcuma roscoeana που χρησιμοποιείται κυρίως ως διακοσμητικό και η Curcuma angustifolia. Ο αριθμός των ειδών του γένους συνεχώς αυξάνει, καθώς πραγματοποιείται συνεχής καταγραφή νέων ειδών.
Dictionary of Greek. 2013.